Ο Μίλτος είχε μία δύσκολη μέρα. Αν και ήταν κουρασμένος αποφάσισε να πάει γυμναστήριο. Η ώρα ήταν ήδη 10 το βράδυ….
Περίπου στα μεσάνυκτα το γυμναστήριο έκλεινε. Ο Μίλτος μάζεψε τα πράγματα του, δεν θα κάνει μπάνιο εκεί σήμερα, δεν προλαβαίνει. Φεύγει και παίρνει τον δρόμο για το σπίτι. Ωστόσο στο στενό σκοτεινό σοκάκι δεν γνώριζε τι τον περίμενε…
Άκουσε το αυτοκίνητο που ερχόταν, έκανε στην άκρη να περάσει, αλλά μάταια… το μόνο που ένιωσε ήταν ένας πόνος στο σβέρκο και μετά …κένο.
Ξύπνησε δεμένος σε ένα πάσαλο। Κοίταξε γύρω του, ήταν κάποιο υπόγειο… τα δεσμά του τον πονούσαν. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, άρχισε να φωνάζει. Τότε εμφανίστηκε ένας κουκουλοφόρους. Ήταν σωματώδης και φορούσε μαύρα ρούχα… άρχισε να τον χτυπά… τον είδε να ξεσκίζει τα ρούχα του, την φόρμα που φορούσε, το μισό μπλουζάκι του… κατάλαβε ότι είχε μπλέξει, τι θέλει αυτός, σκέφτηκε. Δεν πρόλαβε, εκείνος του έδεσε το πρόσωπο με ένα φίμωτρο… μετά τον χτύπησε μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του…