Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

Εφιαλτίκο επαγγελματικό ταξίδι

03 Η αποκάλυψη

- Ξέρεις, από καιρό σε είχαμε μπανίσει, του λέει ο ένας, ο πιο μεγάλος ίσως σε ηλικία. Είχε βγάλει τα ρούχα του και ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Τέλεια γυμνασμένος με ένα μεγάλο τατουάζ, ένα φίδι, στο δεξί του στήθος.
- Τι είπες; Ρωτάει ο νεαρός.
- Από καιρό σε είχαμε δει ρε ηλίθιε, που περνάς από εδώ. Σε μπανίσαμε στο μαγαζί του Μάκη με τις μηχανές και θέλαμε να παίξουμε μαζί σου.
- Θα μπορούσατε να το ζητήσετε, είπε σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να γλιτώσει.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει και ένιωσε ένα χτύπημα στα γόνατα από τη πίσω πλευρά των ποδιών. Έχασε την ισορροπία του, δύο χέρια στους ώμους τον ανάγκασαν να γονατίσει.
- Και θα δεχόσουνα να σε πηδήξουμε, ρε; Φώναξε ο ξανθός και άρχισε να γελά. Σε έχω για στρέιτ! Γουστάρουμε να γαμάμε στρέιτ αγοράκια, κατάλαβες;
- Σου πειράξαμε το αυτοκίνητο και έμεινες στην ερημιά και νάσαι εδώ τώρα μαζί μας. Μείνε και απόλαυσε το, είπε ο πρώτος με το τατουάζ.
Ο νεαρός κατάλαβε ότι η θέση του ήταν πολύ δύσκολη. Οι τρεις απαγωγείς του ήταν αποφασισμένοι. Σκύβει το κεφάλι στο πάτωμα. Δεν είχε δυνάμεις. μάλλον είχε αλλά ήταν δεμένος, χτυπημένος και ήταν τρεις.
Ο ένας απαγωγέας τον πλησιάζει από πίσω ενώ είναι γονατιστός, του τραβά το κεφάλι πίσω και τον φιλάει στο στόμα
- Θα περάσουμε καλά, αν είσαι καλό παιδί, του είπε, εδώ στην επαρχία δεν έχουμε και πολλές ευκαρίες. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ένιωσε να λύνουν τα δεσμά του. Αναθάρρησε, λύθηκε και σηκώθηκε όρθιος.
- Εντάξει παιδιά διασκεδάσατε, είπε σίγουρος ότι αυτό ήταν. Ότι όλα αυτά ήταν ένα κακόγουστο αστείο της επαρχίας.
Εκείνοι ωστόσο δεν συμφώνησαν.
- Μη ρε παιδιά, είπε και σήκωσε τα χέρια του προς αυτούς. Δεν θα πω τίποτα, αφήστε να φύγω, τους παρακαλούσε. Μάταια όμως!
Οι δύο τον άρπαξαν από τα χέρια, ο άλλος ξέσκισε και το υπόλοιπο ρούχο που είχε μείνει στο κορμί του. Οι άλλοι τον κρατούσαν γερά όταν του έβγαζε το παντελόνι.
- Μη ρε μαλάκες τι θέλετε φώναζε αυτός απεγνωσμένα.
Μερικές γρήγορες στο στομάχι τον έκαναν να χαλαρώσει, να παραδοθεί. Το έδεσαν ξανά. Γυμνός με ένα άσπρο σλιπ και τις κάλτσες. Το παντελόνι είχε πέσει στους αστραγάλους. Εκλιπαρούσε να τον αφήσουν.
- Φίμωσε τον, είπε ο ένας, δεν μπορώ να τον ακούω.
Φιμωμένος και δεμένος προσπάθησε να πει κάτι αλλά μάταια. Το παντελόνι κρεμόταν στα πόδια του, ούτε να τρέξει μπορούσε! Ο ένας από τους τρεις παίρνει ένα ξύλο και το καταφέρνει μια στους κοιλιακούς. Πόνεσε αλλά στάθηκε όρθιος. Μέσα του έβραζε, ήθελε να έχει ένα όπλο να τους ακινητοποιήσει και να τους κάνει ότι του έκαναν και χειρότερα.
- Τελικά είσαι ωραίο παιδί, του είπε ο ένας που τον πλησίασε και άρχισε να παίζει με τις ρόγες του και να χαιδεύει το στήθος του ανήμπορου να αντιδράσει νεαρού.
Ο άλλος του έλυσε τα χέρια από την πλάτη. Ο νεαρός δεν αντιστάθηκε. Ένιωθε ότι πλέον ήταν μάταιο. Του είπαν να βγάλει το παντελόνι και του τράβηξαν βίαια το υπόλοιπο από το ξεσκισμένο μπλουζάκι που είχε μείνει πάνω στο κορμί του. Του τα έδεσαν μπροστά και τον έσυραν στον τοίχο και τα κρέμασαν από ένα σίδερο.
- Τώρα δεν μιλάς έτσι; Είπε ειρωνικά ο ξανθός.
Ήταν με το πρόσωπο στο τοίχο! Δεν τους έβλεπε. Ξαφνικά ένιωσε το ξύλο να χτυπά τη μέση του. Κόλλησε στον τοίχο από την ορμή. Ο πόνος ήταν μεγάλος, μετά ακολούθησε άλλη και άλλη και άλλη.
- Ρε τσόγλανε θα γίνεις σκλαβάκι θες δεν θες! Ακούστηκε άγρια η φωνή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου